νεκροπούλι

νεκροπούλι
το
κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα γλαυκόμορφα νυκτόβια πτηνά, όπως είναι ο αιγωλιός, ο χούχουλας, το νυχτοπούλι κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεκροπούλι — το νυχτόβιο πουλί, αλλ. χούχουλας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

  • χαροπούλι — το, Ν 1. (λαογρ.) λαϊκή προσωνυμία που αποδίδεται στην κουκουβάγια, επειδή πιστεύεται ότι η φωνή της προμηνύει τον θάνατο, αλλ. νεκροπούλι ή στριγγοπούλι 2. ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους κουκουβάγιας Αegolius funerens. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρος +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”